Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

(β' Λυκείου) Ισλάμ (Μέρος Α')












Ισλάμ, Μωάμεθ και Ισλαμισμός




Η αραβική λέξη «Ισλάμ» σημαίνει  «υποταγή στον Θεό(Αλλάχ)». Μέρα λατρείαςκαι ανάπαυσης είναι η Παρασκευή.  Το τζαμί είναι ο τόπος λατρείας, λέγεται και τέμενος, αποτελείται από: 1)Μία ημικυκλική κόγχη (μιχράμπ)που «βλέπει» προς τη Μέκκα . Προς τα εκεί πρέπει να προσεύχονται οι πιστοί. 2)Τον άμβωνα , από τον οποίο ο ιμάμης διδάσκει.  3)Το   μιναρέ  , δηλ. τον πύργο απ’ τον οποίο ο μουεζίνης (χότζας) καλεί τους πιστούς. 4)Ένα σιντριβάνι  ή  πηγή νερού για τους καθαρμούς πριν την προσευχή.Εκείνοι που αποδέχονται την θρησκεία του Ισλάμ (τη στάση υπακοής, εξάρτησης και αφοσίωσης στον Θεό) ονομάζονται «μουσλίμ» (muslim). Οι μουσουλμάνοι θεωρούν το Κοράνι , το ιερό τους βιβλίο , ως τον πληρέστερο λόγο του Θεού, όπως αποκαλύφθηκε στον ισλαμικό προφήτη και αγγελιοφόρο Μωάμεθ . Η πλειοψηφία των μουσουλμάνων παρακολουθεί επίσης τις διδασκαλίες και τις πρακτικές του Μωάμεθ όπως καταγράφονται σε παραδοσιακά κείμενα (χαντίθ). Το Ισλάμ δεν έχει μόνο θρησκευτική αλλά και πολιτική υπόσταση.Η θρησκεία του Ισλάμ γεννήθηκε στις αραβικές ερήμους. Κύρια θρησκευτικά αντικείμενα στην  Αραβία ήταν οι πέτρες -κυρίως μαύροι  λίθοι- οι οποίες θεωρούνταν κατοικίες θεών και ονομάζονταν «betel», δηλαδή «οίκος του θεού». Σημαντικός ιερός τόπος  στον οποίο γίνονταν ετήσιο προσκυνήματα ήταν η Καάμπα στη Μέκκα, ένα μεγάλο οικοδόμημα κυβικού σχήματος, χτισμένο πάνω σε έναν από αυτούς τους ιερούς λίθους. Ο Θεός πιστεύεται ότι δημιούργησε ολόκληρο τον κόσμο και είναι ο οδηγός του σύμπαντος.  Κι εδώ συναντούμε τον Παράδεισο και την Κόλαση, την τιμωρία και την ανταμοιβή, την σωτηρία της ψυχής αλλά και τους αγγέλους που δημιούργησε ο ίδιος ο Θεός με εξέχουσες μορφές εκείνες του Μιχαήλ και του Γαβριήλ που μεταφέρουν τον λόγο του Θεού στον Μωάμεθ.Μωάμεθ  (Μοχάμεντ ή Μουχάμεντ,   είναι ο διαμορφωτής της θρησκείας του Ισλάμ και θεμελιωτής της αραβικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με το Ιερό Κοράνιο, ο Μωάμεθ είναι «Προφήτης» και «Απόστολος του Θεού», «ο τελευταίος αγγελιοφόρος» του Θεού ο οποίος στάλθηκε για να αποσαφηνίσει τις Γραφές στους πιστούς. Γεννήθηκετο έτος 570μ.Χ.  στη Μέκκα και πέθανε στις 8 Ιουνίου 632 μ.Χ.  στη Μεδίνα.  Είναι απαγορευμένη στο Ισλάμ η οποιαδήποτε απεικόνιση του Μωάμεθ.Ο Μωάμεθ ήρθε σε επαφή με τις μονοθεϊστικές διδασκαλίες των Ιουδαίων και των χριστιανών και άρχισε προοδευτικά να ασχολείται με θρησκευτικά θέματα. Σε ηλικία είκοσι πέντε ετών (595) παντρεύτηκε τη σαραντάχρονη πλούσια χήρα Χαντίτζα. Ήταν μεγαλύτερη του κατά 15 χρόνια και με παιδιά από δύο προηγούμενους γάμους της.  Μετά τον θάνατο της Χαντίτζα, ο Μωάμεθ, επέλεξε για σύζυγό του,τηνΑϊσά (ιερό σήμερα πρόσωπο του Ισλάμ). Ο Μωάμεθ απέκτησε δεκαέξι συνολικά συζύγους. Η Αϊσά θα διαδραματίσει αργότερα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της διαδοχής του Μωάμεθ (χαλίφηδες). Στο σπήλαιο του Χίρα, ο Μωάμεθ, σε ηλικία 40 ετών (610 μ.Χ.), οραματίσθηκε τον άγγελο Γαβριήλ, που τον διέταζε να «απαγγείλει» κι έτσι άρχισε σταδιακά η  αποκάλυψη και καταγραφή του Κορανίου.
Το ιερό Κοράνιο
Το Κοράνιο είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται το Ισλάμ και είναι το αντίγραφο ενός ουράνιου πρωτότυπου.  Η «σαχάντα»  αποτελεί το μουσουλμανικό σύμβολο της πίστης: «Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του». Η ανάπτυξη του Ισλάμ υπήρξε ραγδαία.  Ο ανώτατος λειτουργός είναι ο χαλίφης. Οι χαλίφηδες, οι ηγέτες-πολεμιστές της νέας θρησκείας, κατάκτησαν ταχύτατα τη Συρία, τη Μεσοποταμία (το σημερινό Ιράκ) και την Αίγυπτο. Η πλειονότητα του χριστιανικού πληθυσμού  εξισλαμίστηκε και εξαραβίστηκε. Η Ιερουσαλήμ κατακτήθηκε από τους Άραβες το 638 μ.χ. Μέχρι τότε ήταν μια κλασική χριστιανική πολιτεία, που κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες και Σύριους. Ο κατακτητής χαλίφης Ουμάρ υπήρξε ανεκτικός και δίκαιος, με αποτέλεσμα η πόλη να διατηρήσει τον πολυεθνοτικό και πολυθρησκευτικό της χαρακτήρα.
Διακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Μωάμεθ, το Ισλάμ είχε κατακτήσει μια τεράστια περιοχή που εκτεινόταν από την Ισπανία μέχρι τη βόρεια Ινδία. Η κατάκτηση της Ισπανίας άρχισε το 711 μ.χ. Το 732 ο μουσουλμανικός αραβικός στρατός πέρασε από την Ισπανία στη Γαλλία. Στο Πουατιέ (κεντρική Γαλλία) σταμάτησε η προέλασή τους, νικημένοι σε μια αποφασιστική μάχη από τον Κάρολο Μαρτέλ(ηγέτης των Φράγκων). Για επτακόσια χρόνια, οι Άραβες θα έχουν υπό την κυριαρχία τους την Ισπανία. Το 1492, οι χριστιανικές δυνάμεις κατέλαβαν την Γρανάδα(νότια Ισπανία). Οι τελευταίοι Μουσουλμάνοι εκδιώχθηκαν από την Ισπανία την περίοδο 1639-41.
Τα θεμέλια της Ισλαμικής πίστης
1.      Απόλυτη μοναδικότητα, υπερβατικότητα και απρόσωπο του Αλλάχ.
2.      Η πίστη στη ύπαρξη των αγγέλων.
3.      Η πίστη στο Ιερό Κοράνιο.
4.      Η πίστη στον  προφήτη  Μωάμεθ, «απόστολος του Θεού και η σφραγίδα πάντων των προφητών» (33:40).
5.      Η πίστη στο πεπρωμένο (qadar), το οποίο μόνο ο Θεός γνωρίζει.
Οι θρησκευτικές υποχρεώσεις των μωαμεθανών.
Κάθε μωαμεθανός έχει 5 υποχρεώσεις στην ζωή του: τους «Πέντε Στύλους της Τήρησης». Αυτοί είναι οι εξής:
1. Η ομολογία της πίστης, «σαχάντα», ότι δηλαδή «Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον Θεό (αραβικά Αλλάχ)· ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης (ή αγγελιοφόρος) του Θεού».
2. Η προσευχή, (ή σαλάχ), η οποία πρέπει να γίνεται πέντε φορές την ημέρα κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση της Κάαμπα στη Μέκκα. Η προσευχή αποτελείται από πέντε καθημερινές προσευχές. Οι ώρες προσευχής είναι :  (αυγή),  (μεσημέρι), (απόγευμα),  (βράδυ), και (νύχτα). Ένας μουσουλμάνος μπορεί να εκτελεί την προσευχή του οπουδήποτε, όπως σε γραφεία,  πανεπιστήμια, και χωράφια. Ωστόσο, το τζαμί είναι το προτιμότερο μέρος για προσευχές, γιατί το τζαμί ευνοεί την συντροφικότητα. (Σούρα 2:144).





3. Η ελεημοσύνη, «ζακάτ», υποχρέωση δηλαδή να δίνει κανείς ένα ποσοστό του εισοδήματός του και της αξίας κάποιας ιδιοκτησίας.


4. Η νηστεία, «σάουμ». Kατά τη διάρκεια του (Ραμαζανιού), του 9ου μήνα του ισλαμικού ημερολογίου, απαγορεύεται το φαγητό, το ποτό και το κάπνισμα,από ανατολής μέχρι δύσεως του Ηλίου.
5. Η ιερή αποδημία ή προσκύνημα, «χατζ», στη Μέκκα. Η Κάαμπα( περιέχει την ιερή μαύρη πέτρα)είναι ένα οικοδόμημα που βρίσκεται μέσα στο τζαμί στη Μέκκα.ΗΚάαμπα είναι ο ιερότερος τόπος του Ισλάμ. Η  κατεύθυνση προς την οποία στρέφονται οι μωαμεθανοί  όταν προσεύχονται, είναι η κατεύθυνση προς την Κάαμπα. Ένας μωαμεθανός πρέπει να πάει (αν μπορεί) έστω μία φορά στη ζωή του στη Κάαμπα.




















Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Οι τρεις Ιεράρχες

                                        Οι τρεις Ιεράρχες 


Στις 30 Ιανουαρίου, κάθε χρόνο, γιορτάζουμε τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών. Οι Τρεις Ιεράρχες είναι: ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.
1) Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εορτάζει στις 13 Νοεμβρίου και στις 27 Ιανουαρίου,  είναι Άγιος, Πατέρας και ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς ὈρθόδοξηςἘκκλησίας γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχειατὸ 347 μ.Χ. Πατέρας του ἦταν ὁ στρατηγὸς Σεκοῦνδος καὶ μητέρα του ἡ Ἀνθοῦσα. Γρήγορα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, καὶ ἡ μητέρα του – χήρα τότε 20 ἐτῶν – τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν μόρφωσε κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο.
Ἦταν εὐφυέστατο μυαλὸ καὶ σπούδασε πολλὲς ἐπιστῆμες στὴν Ἀντιόχεια – κοντὰ στὸν τότε διάσημο ρήτορα Λιβάνιο – ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀθήνα, μαζὶ μὲ τὸν ἀγαπημένο του φίλο Μ. Βασίλειο. Ὅταν ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του, ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο γιὰ πέντε χρόνια, ὅπου ἀσκήτευε προσευχόμενος καὶ μελετώντας τὶς Ἅγιες Γραφές. Ἀσθένησε ὅμως καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος – τὸ 381, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν – ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Ἀργότερα δὲ, ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Μελετίου Φλαβιανό, πρεσβύτερος σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν. Κατὰ τὴν ἱερατική του διακονία ἀνέπτυξε ὅλα τὰ ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θεῖο ζῆλο καὶ πρωτοφανὴ εὐγλωττία στὰ κηρύγματά του. Ἔσειε καὶ συγκλόνιζε τὰ πλήθη τῆς Ἀντιόχειας καὶ συγκινοῦσε τὶς ψυχές τους βαθύτατα. Ἡ φήμη του αὐτὴ ἔφτασε μέχρι τὴν βασιλεύουσα καὶ ἔτσι, τὴν 15η Δεκεμβρίου 397, μὲ κοινὴ ψῆφο βασιλιὰ Ἀρκαδίου καὶ Κλήρου, ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπεδίωξε ποτέ. Καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐκτὸς ἄλλων, ὑπῆρξε ἀσκητὴς καὶ δεινὸς ἑρμηνευτὴςτῆςἉγίαςΓραφῆς, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πολλὰ συγγράμματά του.Ἔργο ἐπίσης τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι καὶ ἡ Θεία Λειτουργία, ποὺ τελοῦμε σχεδὸν κάθε Κυριακή, μὲ λίγες μόνο, ἀπὸ τότε μετατροπές. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχείας του, ὑπῆρξε ἀδυσώπητος ἐλεγκτὴς κάθε παρανομίας καὶ κακίας. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε αιτία νὰ δημιουργήσει φοβεροὺς ἐχθρούς, καὶ μάλιστα αὐτὴν τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἐπειδὴ έλεγχε τὶς παρανομίες της. Αὐτὴ μάλιστα, σὲ συνεργασία μὲτὸν τότε Πατριάρχη Ἀλεξαδρείας Θεόφιλο, συγκάλεσε σύνοδο ἀπὸ 36 ἐπισκόπους καὶ πέτυχε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Βιθυνίας. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὅμως, τόσο δυσαρέστησε τὰ πλήθη, ὥστε ἀναγκάστηκε αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Εὐδοξία νὰ τὸν ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσει στὸ θρόνο μὲ ἄλλη συνοδικὴ ἀθωωτικὴ ἀπόφαση (402).

2) Ο Βασίλειος Καισαρείας, εορτάζει την 1η Ιανουαρίου, (330 - 1 Ιανουαρίου 379), ήταν Έλληνας επίσκοπος της Καισαρείας στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας.  Ήταν σημαντικός θεολόγος που υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστεως και αντιτάχθηκε στην αίρεση του Αρειανισμού. Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας. Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο.
Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας από τους σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους του Ορθοδόξου Χριστιανισμού με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του Τριαδολογικού δόγματος. Διακήρυξε την ενότητα της Αγίας Τριάδας ως μιας ουσίας και προχώρησε στον προσδιορισμό του υποστατικού διαχωρισμού των Προσώπων της. Κάθε υπόσταση διακρίνεται από ορισμένους τρόπους ύπαρξης και μεμονωμένα χαρακτηριστικά (ιδιώματα): ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννηθείς αχρόνως και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό διά του Πατρός.
Τόνισε επίσης τη σημασία της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού. Μεταξύ του άκτιστου Θεού και του κτιστού κόσμου υπάρχει οντολογικό χάσμα, που αποκλείει την κατ’ ουσία κοινωνία και σχέση μεταξύ τους. Ο Θεός καθίσταται αντιληπτός στον κόσμο διά των ενεργειών του. Το ότι ο κόσμος διατηρείται στο "είναι" οφείλεται στη δημιουργική, συνεκτική και ζωοποιό ενέργεια του Θεού. Έχει γράψει ότι "εμείς γνωρίζουμε τον θεό από τις ενέργειές του, την ουσία του να την προσεγγίσουμε δεν μας επιτρέπεται, γιατί είναι απρόσιτη.
Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της θύραθεν (ελληνικής) παιδείας μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποιεί ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών του αντιλήψεων. Η φιλοσοφία, κατά το Βασίλειο, πρέπει να μελετάται υπό το νέο χριστιανικό πρίσμα. Δεν απορρίπτει τη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, αντίθετα προτρέπει στη χρήση τους ως ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.

3) Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός, εορτάζει στις 25 Ιανουαρίου, (329 –390), ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τον 4ο αιώνα μ.Χ. Όπως και ο Άγιος Βασίλειος καταγόταν από παλιά και πλούσια οικογένεια του τόπου του. Οι ευσεβείς γονείς του, η Νόννα και ο επίσκοπος Γρηγόριος του έδωσαν χριστιανική ανατροφή.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Ναζιανζό και κατόπιν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί γνωρίστηκε με το Βασίλειο, που είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία και συνδέθηκαν με αδελφική φιλία και εκτίμηση που έμεινε ζωντανή και δυνατή  σε όλη τους τη ζωή.Ο Γρηγόριος συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και στην Αλεξάνδρεια. Σπούδασε και στην Αθήνα μαζί με το φίλο του Βασίλειο.Μετά τις τόσο λαμπρές σπουδές του γύρισε στην Ναζιανζό. Τότε, καθώς φαίνεται, δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα. Κατόπιν μόνασε, για ένα διάστημα στον Πόντο μαζί με το Βασίλειο.Αργότερα ο Γρηγόριος ήρθε κοντά στο γέροντα πατέρα του και τον βοηθούσε στα ποιμαντικά του έργα. Με απαίτηση όμως των Χριστιανών, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.Ύστερα από μερικά χρόνια, μπροστά στην επιμονή του φίλου του και αρχιεπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου, δέχτηκε και χειροτονήθηκε από τον ίδιο, επίσκοπος της κωμόπολης των Σασίμων. Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ Χριστιανοὶ τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στὴν Κωνσταντινούπόλη επικρατούσαν οἱ Ἀρειανοί. Έτσι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσι στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ κηρύττει σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ὁ ἴδιος διαμόρφωσε σὲ ναὸ καὶ τὸ ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδὴ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Σ’ αυτόν το ναό ο Γρηγόριος εκφώνησε τους περίφημους πέντε λόγους για τη θεότητα του «Υιού και Λόγου» του Θεού, με θαυμαστά αποτελέσματα. Γι’ αυτή τη σοφία και ευλάβεια στα θεία, δίκαια η εκκλησία μας τον ονόμασε «Θεολόγο».Σε λίγο στέφτηκε αυτοκράτορας ο Μέγας Θεοδόσιος καθιερώνοντας με διάταγμα την Ορθοδοξία.Τότε αναδείχτηκε ο Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Από αυτή τη θέση, το 381, μαζί με άλλους Πατέρες της Εκκλησίας στερέωσαν την Πίστη και την Ορθοδοξία συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Πίστεως που άρχισε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Για να εξασφαλίσει όμως την ειρήνη της Εκκλησίας, με μια ηρωική πράξη, παραιτήθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Συνόδου και επέστρεψε στον τόπο του  όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με προσευχή, διάβασμα και συγγραφή βιβλίων. Πέθανε το 390 μ.Χ.Ο Γρηγόριος διακρίθηκε για τον αγνό του χαρακτήρα και τις πολλές αρετές καθώς και για το τεράστιο συγγραφικό του έργο, που περιλαμβάνει λόγους, επιστολές και ποιήματα.Σε αντίθεση με τη θεωρία του Αρειανισμού ότι ο Υιός ήταν ανόμοιος του Πατρός και  ότι ο Υιός ήταν ομοιούσιος του Πατρός, ο Γρηγόριος υποστήριξε το Δόγμα της Ομοουσίας Τριάδος.

Οι τρεις Ιεράρχες μελέτησαν τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς συγγραφείς και φιλοσόφους, και κατόρθωσαν να  συμφιλιώσουν το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα με την Χριστιανική Πίστη. Απέρριψαν τα περιττά στοιχεία και κράτησαν τις αρχές της διαλεκτικής σκέψης της ελληνικής παιδείας, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου «να δοκιμάζουμε τα πάντα αλλά να κρατάμε το καλό».
Έστησαν έτσι γέφυρες ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο, ανάμεσα στη γνώση και την αρετή, ανάμεσα στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας και την πραγματική αλήθεια της αγάπης, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, τον Ελληνισμό και το Χριστιανισμό.

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους

Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους
Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους
                                        Βιογραφία

Ο Άγιος Πέτρος κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε περί τα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι γονείς του διακρίνονταν όχι μόνο κατά τον επίγειο πλούτο τους, αλλά και στην ευσέβεια και στη φιλανθρωπία. Τα ονόματά τους δεν είναι γνωστά. Γνωρίζουμε μόνο ότι σε ατμόσφαιρα αρετής και σωφροσύνης, αγάπης και ελεημοσύνης, ευλάβειας και ευσέβειας, εξέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου τα πέντε τέκνα τους: Παύλο, Διονύσιο, Πέτρο, Πλάτωνα και την θυγατέρα τους.

Γονείς και τέκνα με ένθεο ζήλο επιλέγουν την άσκηση της μοναχικής ζωής και αποσύρονται σε μονή. Εκεί ο Πέτρος, από νεαρή ηλικία, απερίσπαστος από κοσμικές ή άλλες φροντίδες, αφοσιώνεται με όλες του τις δυνάμεις στην άσκηση και τον αγώνα της αρετής. Αναδεικνύεται ο αυστηρός ασκητής της ερήμου, κοσμούμενος με τις αρετές της ταπεινοφροσύνης, της σωφροσύνης, της φιλαλήθειας, της συμπάθειας, της φιλανθρωπίας, της υπομονής, της εγκράτειας, της προσευχής. Μελετά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, αλλά και τη θύραθεν σοφία, την αρχαία ελληνική γραμματολογία, έχοντας ως πρότυπο τον Μέγα Φώτιο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Αφού έμαθε τις αρετές του Αγίου Πέτρου, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ο Μυστικός, άνδρας προικισμένος με σοφία, ικανότητα, διορατικότητα και αποφασιστικότητα, επιθυμούσε διακαώς να αναβιβάσει τον Άγιο στο αξίωμα της αρχιεροσύνης και τον κάλεσε προκειμένου να πληρώσει τη χηρεύουσα Μητρόπολη Κορίνθου. Ο Άγιος Πέτρος διστάζει να ανταλλάξει την αγαπητή του ειρηνική ζωή με την τύρβη του κόσμου. Με μετριοφροσύνη αποποιείται την τιμή, ευχαριστεί και αρνείται. Ο Πατριάρχης τότε στρέφεται προς τον αδελφό του Αγίου, Παύλο, τον οποίο καθιστά Μητροπολίτη Κορίνθου. Αλλά και δεν παύει να προσπαθεί να πείσει τον Πέτρο να αποδεχθεί την αρχιεροσύνη. Ένεκα τούτο και για να μην πικραίνει τον Πατριάρχη, ο Άγιος αποφασίζει να κατέλθει στην Κόρινθο, τον θρόνο της οποίας κοσμούσε ο αδελφός του Παύλος, για να εφησυχάσει κοντά του.

Όταν χήρεψε η Επισκοπή Άργους, η οποία εξαρτιόταν από την Μητρόπολη Κορίνθου, Αργείοι και Ναυπλιείς απευθύνονται προς τον Επίσκοπο Παύλο ζητώντας επίμονα ως Επίσκοπο της περιοχής τους τον Άγιο Πέτρο. Ο Άγιος κάμπτεται και αποδέχεται τη θέση του Επισκόπου Άργους.

Ως Επίσκοπος αναδεικνύεται τύπος των πιστών σε όλα. Δίδασκε αδιάλειπτα με τα λόγια και τα έργα, στήριζε τους κλονιζόμενους, έτρεφε τους πεινώντες, θεράπευε τους πάσχοντες, εξαγόραζε αιχμαλώτους των Σαρακηνών. Όλοι φωτίζονται από το φως της αλήθειας και το άγιο παράδειγμά του. Ο Δωρεοδότης Θεός επιβραβεύει τις αρετές του Αγίου και απαντά στις δεήσεις υπέρ του ποιμνίου του, χαρίζοντας πλούσιες τις ευλογίες Του. Χάρη στην επέμβαση και τις προσευχές του Αγίου, επιτελούνται θαύματα. Ως άλλος προφήτης Ηλίας τρέφει σε καιρό λιμού τους κατοίκους της περιοχής με λίγο αλεύρι. Λυτρώνει με την επίμονη προσευχή του νεαρή αιχμάλωτη των Σαρακηνών. Θεραπεύει γυναίκα δαιμονισμένη.

Ακόμη ο Άγιος, πολυμαθής και σοφός, είναι ο παιδευτικός και ευφράδης διδάσκαλος. Τούτο μαρτυρούν οι διασωθέντες επτά λόγοι του.

Επί τρεις ημέρες η γλυκιά φωνή του Αγίου Πέτρου νουθετεί από το κρεβάτι τα τέκνα του και τα ευλογεί. Με την προσευχή και το σημείο του Σταυρού κοιμήθηκε με ειρήνη περί το 925 μ.Χ. Το πρόσωπό του φαινόταν ως να ζούσε και να κοιμόταν, φωτισμένο με φως. Ιερείς και πλήθος λαού, με συγκίνηση και ευλάβεια, ενταφιάζουν το ιερό λείψανο στην αριστερή πλευρά του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τα τίμια λείψανά του γίνονται πρόξενα πολλών θαυμάτων. Όμως, στις 21 Ιανουαρίου του 1421 μ.Χ., ο Λατίνος Επίσκοπος Σιγουντονάνης άρπαξε το ιερό σκήνωμα, για να το μεταφέρει στη Ρώμη.

Ἀπολυτίκιον  .
Πέτρα ἄρρηκτος, τῆς Ἐκκλησίας, ποιμὴν ἄριστος, πόλεως Ἄργους, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα πανεύφημε. Ὡς οὒν πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος, παντοίων νόσων ἠμᾶς ἐλευθέρωσαν, Πέτρε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν αἰτούμενος, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον

Τῷ Κορυφαίῳ τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, συνωνύμησας εὐκλεῶς Πάτερ Πέτρε, τῶν τούτων κατετρύφησας ἁγίων δωρεῶν· ζήλῳ γὰρ τῆς πίστεως, εὐσεβῶς διαπρέψας, θαύμασιν ἐκόσμησας, τὸν σὸν ἔνθεον βίον· Ἱερουργὲ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, τοὺς σὲ τιμῶντας, κινδύνων διάσωζε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Βυζαντίου θεῖος βλαστός, καὶ τῆς Ἀργολίδος, ποιμενάρχης καὶ ἀρωγός· χαίροις Ἐκκλησίας, πνευματοφόρος πέτρα, τῆς χάριτος τὸ ὕδωρ, Πέτρε πηγάζουσα.


Καθεδρικός Ιερός Ναός Αγίου Πέτρου Άργους
Φωτογραφία του Marin Lesson.
Οι Αργείοι  αγαπούσαν και αγαπούν, πίστευαν και πιστεύουν βαθειά τον Άγιο τους. Επιθυμούσαν διακαώς την ανέγερση ενός περίλαμπρου Ναού αφιερωμένου στον Άγιο Πατέρα. Διαπίστωσαν  ότι, ενώ η πόλη  συνεχώς μεγάλωνε, ο μεν μικρός Ναός του Αγίου Νικολάου δεν εξυπηρετούσε πλέον τις ανάγκες του Αργειακού λαού, ο δε Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, που ήταν τότε η Μητρόπολη, βρισκόταν εκτός του κέντρου της πόλης. Αποφάσισαν λοιπόν, την ίδρυση ενός μεγάλου και πολυτελούς Ναού σε κεντρικό σημείο της πόλης. Αρχικά, σκέφθηκαν να ανεγερθεί ο νέος Ναός, πάνω στα ερείπια του παλαιού ή κοντά σε αυτά. Ολόκληρη η περιοχή τότε καλυπτόταν  από νεκροταφείο, κήπους και χωράφια. Κατόπιν όμως  ωριμότερης σκέψης, αποφάσισαν  να κτισθεί στο χώρο που βρίσκεται σήμερα.
 « Κατά την παράδοσιν το γήπεδον ανήκεν εις την μεγάλην οικογένειαν Μπερρούκα, το οποίον, ως φαίνεται εκ των υστέρων, οι Αργείοι κατέλαβον αυθαιρέτως διότι μετά την έγερσιν του ναού οι κληρονόμοι ήγειρον αγωγήν κατά του Δημοσίου, την οποίαν και έχασαν, διότι έπρεπε να στραφούν κατά του Δήμου, αλλά μετά παρέλευσιν ετών η υπόθεσις, άγνωστον πως παρεγράφη, και ούτως έμεινεν ο τόπος υπό την κυριότητα και εξουσίαν του ναού».
 Η θεμελίωση του Ναού, πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου 1859, εορτή της Αγίας Μαρίνας, με μεγάλη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια, από τον Επίσκοπο Αργολίδας Γεράσιμο Παγώνη και τον Δήμαρχο Πέτρο Διβάνη. Οι προεργασίες όμως και η έναρξη των εργασιών, είχαν ξεκινήσει επί Δημαρχίας Ιωάννη Βλάσση. Στην τελετή παραβρέθηκε  και ο βασιλιάς Όθων, ο οποίος έριξε στα θεμέλια μερικά χρυσά νομίσματα. Κατά την εκσκαφή των θεμελίων, βρέθηκαν αρχαίες επιγραφές, αναφερόμενες σε τελετές στο θεό Απόλλωνα και όπως αναφέρει ο Ιωάννης Κοφινιώτης, εκεί θα πρέπει να βρισκόταν ιερό του Λυκίου Απόλλωνα. Δεν γνωρίζουμε αν ο Δήμος ή το κράτος προσέφεραν κάποια χρήματα για την οικοδόμηση του Ναού. Σίγουρα όμως πρόσφερε πολλά ο απλός κόσμος που πάντοτε πρωτοστατεί σε εράνους προκειμένου να υλοποιηθούν διάφορα κοινωφελή και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Λέγεται ότι για αρκετά χρόνια, οι κάτοικοι του Άργους  προσέφεραν τα αλωνιστικά τους δικαιώματα αλλά και τα δέρματα των  Πασχαλινών αμνών, τα οποία πουλούσαν και έδιναν τα χρήματα στην Εκκλησία. Ακόμη, γνωρίζουμε ότι ο λαός προσέφερε διάφορα κοσμήματα και πολύτιμα αντικείμενα για την κατασκευή της κεντρικής μεγάλης καμπάνας η οποία κατασκευάσθηκε στην Δημητσάνα.

« Οι αείμνηστοι βασιλείς Γεώργιος Α΄ και η Όλγα  επισκεφθέντες την πόλιν μας την 31 Μαρτίου 1872, προσέφερον 700 δραχμάς υπέρ των πτωχών της πόλεως και 300 δραχμάς υπέρ του ναού. Ομοίως αι γυναίκες εξ εράνου, συνέλεξαν 1.200 δραχμάς δι΄ ών ηγοράσθη ο μεγάλος πολυέλαιος ».  
Ο Καθεδρικός Ιερός Ναός Αγίου Π�τρου πριν από το 1940
Ο Καθεδρικός Ιερός Ναός Αγίου Πέτρου πριν από το 1940
  Ο μοναχός Ιάκωβος Κοντοβράκης προσέφερε τα χρήματα για την πλακόστρωση του δαπέδου του ναού, με  λευκά και μαύρα μάρμαρα. Στο κέντρο, και κάτω από τον πολυέλαιο υπάρχει ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα με χαραγμένο τον δικέφαλο αετό, σύμβολο του μεγάλου Βυζαντίου.
Προφανώς εδώ γίνεται λόγος για το ναό του αγίου Δημητρίου που υπήρχε επί τουρκοκρατίας στο Άργος, σύμφωνα με τον περιηγητή Διονύσιο Πύρρο το Θετταλό. Ήταν ενοριακός και βρισκόταν εκεί που έχει ανεγερθεί ο σημερινός ναός του αγίου Δημητρίου. Στον περίβολο του νέου ναού του αγίου Δημητρίου υπάρχουν μέχρι σήμερα μαρμάρινα τεμάχια από το καμπαναριό του ναού του Αγίου Πέτρου το οποίο διαλύθηκε το Μάρτιο του 1950, οπότε ανεγέρθησαν τα δύο σύγχρονα κωδωνοστάσια που υπάρχουν μέχρι τώρα. Σήμερα ο Άγιος Δημήτριος λειτουργεί ως παρεκκλήσιο του αγίου Πέτρου.
Τα εγκαίνια του Ναού, έγιναν στις 18 Απριλίου 1865, από τον Αρχιερέα  Γεράσιμο Παγώνη. Μέχρι τότε, λειτουργούσε  κανονικά ο Ναός του Αγίου Νικολάου, γιατί οι κάτοικοι αισθάνονταν βαθύτατο προς την ιερότητα του σεβασμό και κανείς δεν έπαιρνε την ευθύνη να τον κατεδαφίσει.
Βλέποντας  αυτό ο Αρχιερέας Γεράσιμος, αφού ανέβηκε στην οροφή του Ναού, έκανε το σταυρό του και είπε: Εγώ ο ανάξιος και αμαρτωλός δούλος Σου, Κύριε, κρημνίζω τον υπάρχοντα μικρόν και ταπεινόν τούτον Ναό Σου. ίνα ανοικοδομήσω μεγαλύτερον και μεγαλοπρεπέστερον». Συγχρόνως, αφαίρεσε  τρία κεραμίδια από την στέγη. Τότε μόνον οι Αργείοι άρχισαν την κατεδάφιση του παλαιού Ναού. Τα ιερά σκεύη και άμφια, μεταφέρθηκαν στο Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου.
Ο λαμπρός εορτασμός του πολιούχου του Άργους, οφείλεται στην πρωτοβουλία του Ιερέως και οικονόμου της Ιεράς Μητροπόλεως Αθηνών, Σχολάρχη τότε και Διδάκτορος της Θεολογίας, ιδρυτή του Συλλόγου Αργείων « Ο Δαναός» και συγγραφέα του σπουδαίου βιβλίου « Ο πολιούχος του Άργους Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Άργους ο Θαυματουργός» Χρήστου Παπαοικονόμου, από το οποίο πολλά αντλήσαμε στοιχεία για την εκπόνηση αυτού μας του εγχειρήματος.
« Ο Σύλλογος εορτάζει και πανηγυρίζει θρησκευτικώς δ΄ ιεροτελεστίας, κανονιζομένης υπό του Διοικητικού Συμβουλίου, τη 3η Μαΐου παντός έτους, καθ΄ήν εορτάζεται ο φρουρός και προστάτης των Αργείων Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Άργους. Η ιεροτελεστία γίνεται εν τω φερονύμω ναώ, προς καλλωπισμόν του οποίου θέλει μεριμνά ο Σύλλογος» αναγράφει στο άρθρο 39 του Καταστατικού του Συλλόγου το οποίο εγκρίθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1894. Ο πρώτος πανηγυρικός εορτασμός του Αγίου πραγματοποιήθηκε  στις 3 Μαΐου 1895, με πάνδημη συμμετοχή και μεγάλο ενθουσιασμό ενώ μέχρι τότε η γιορτή περνούσε απαρατήρητη.
 « Στο ναό του Αγίου Πέτρου φυλάσσεται και ένα παλαιό τριώδιο, δηλαδή βιβλίο που χρησιμοποιεί η εκκλησία κατά την περίοδο προετοιμασίας για την εορτή του Πάσχα. Σε αυτό το βιβλίο λείπει η σελίδα με την χρονολογία, αλλά υπάρχει ανορθόγραφο χειρόγραφο σημείωμα στην μπροστά σελίδα, στο οποίο διαβάζουμε:

Τώ παρόν τριόδηον  ηπάρχη του αγίου
Δημητρίου Αργους και οποιος το από
Ξενόση να εχη την Αράν των Αγίων
πάντων.
13 οκτοβρίου
1836 εν Αργει.


Ο Παλαιός Ιερός Ναός του Αγίου Πέτρου

Επί Τουρκοκρατίας η έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Άργους, ήταν στην Αγία Τριάδα (Μέρμπακα) κοντά στον ιστορικό Βυζαντινό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η Μητρόπολη αυτή καταστράφηκε το 1770 από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του Ορλώφ. Μετά την καταστροφή και για λόγους ασφάλειας, οι Μητροπολίτες Άργους, κατοικούσαν στην πόλη του Άργους όπου και έκτισαν το Μητροπολιτικό μέγαρο (1770-1779) κοντά στον παλαιό Ναό του Αγίου Πέτρου, γνωστού ως Δεσποτικό. Ο παλαιός Ναός του Αγίου Πέτρου, βρισκόταν σχεδόν επί της σημερινής Βασιλίσσης Σοφίας όπου αργότερα κτίστηκε η οικία Α. Παναγιωτόπουλου και στεγάστηκε  η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής. Ο περίβολος της Εκκλησίας, που ήταν τεράστιος, έπιανε από την περιοχή που σήμερα είναι το κτίριο του Συλλόγου «Δαναού» επί της οδού Αγγελή Μπόμπου και έφτανε πέρα από την κλινική Κεραμίδα μέχρι την σημερινή οδό Πασχαλινοπούλου, όπου και η οικία Νανοπούλου. Στο σημείο αυτό – προγενέστερα-  είχε ανεγερθεί η Επισκοπή Άργους. Διάφορα εναπομείναντα στοιχεία μαρτυρούν την ιερή διαδρομή της «αρχαιοτάτης Αποστολικής Επισκοπής Άργους».

Εκείνα τα χρόνια (1829-1830) δεν υπήρχε στο κέντρο του Άργους η σημερινή ρυμοτομία. Δεν είχαν χαραχτεί ακόμη οι κεντρικοί δρόμοι και αρκετές εκτάσεις ήταν δεντρόφυτες ή περιβόλια. Δεν έχουμε πολλά να αναφέρουμε σχετικά με τον Ναό. Μας είναι άγνωστα βασικά στοιχεία. Δεν γνωρίζουμε το μέγεθος, το σχήμα ή το ρυθμό του, την χρονολογία ίδρυσης του και τέλος, δεν διαθέτουμε  κάποια γραπτή μαρτυρία. Ανατολικότερα και ανάμεσα στις οδούς Βασ. Σοφίας και Καλμούχου, υπήρχε Νεκροταφείο για τους επιφανείς Αργείους. Τα αποκαλούμενα « Μνήματα»

Στις 25 Απριλίου 1821 ημέρα Δευτέρα, ο σερασκέρης Κεχαγιάμπεης με 3.500 Αλβανούς κατέλαβαν την πόλη, μετά την διάλυση μικρού, ασύντακτου και απειροπόλεμου επαναστατικού τμήματος Αργείων και Σπετσιωτών αγωνιστών στην περιοχή του Ξηριά. Οι δε Τούρκοι, επί έξι ημέρες πέρασαν την πόλη « δια πυρός και σιδήρου». Έσφαξαν σε μια μάντρα 700 Αργείους, βίασαν γυναίκες, λεηλάτησαν και έκαψαν σπίτια. Μεταξύ των πυρπολημένων κτιρίων ήταν και το Μητροπολιτικό Μέγαρο. Δεκαοκτώ νεαρές Αργείες για να αποφύγουν την αιχμαλωσία και την ατίμωση, πνίγηκαν, πέφτοντας στα πηγάδια της πόλης.
Στα ερείπια του παλαιού Ναού, αργότερα, ο τότε Δήμαρχος Μιχαήλ Πασχαλινόπουλος (1866-1870) έκτισε Δημοτικό Σχολείο Θηλέων. Το 1892 ο Δήμαρχος Χαρ. Μυστακόπουλος (1891-1893) ισοπέδωσε το Σχολείο χάριν της δημιουργίας ρυμοτομίας στην πόλη. Προς τιμή του μετά από 54 χρόνια, δόθηκε το όνομα του στην νεοχαραχθείσα τότε οδό.
  


Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου

Αφού αναφερθήκαμε στους δύο σεπτούς και περικαλλείς Ναούς της πόλης, κυρίως για λόγους ιστορικούς και σεβασμού προς την Εκκλησιαστική ιστορία της περιοχής μας, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε εν συντομία και στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου, Επισκόπου Μύρων της Λυκίας, του Θαυματουργού, που προϋπήρχε λίγα μόλις μέτρα από τον σημερινό Ναό, επί της πλατείας Ομονοίας, όπως τότε λεγόταν η σημερινή Αγίου Πέτρου.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο συγκεκριμένος Ναός πρέπει να ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Περρούκα. Ήταν όμοιος με τον Ναό του Αγίου Δημητρίου αλλά λίγο μικρότερος. Είχε μήκος 14 μέτρα, πλάτος 7 μέτρα και ύψος 3,5 μέτρα, χωρίς τρούλο ενώ για να εισέλθεις κατέβαινες 3 σκαλιά όπως και ο παλαιός Ναός του Αγίου Ιωάννη στην οδό Γούναρη. Πιθανότατα ήταν Βυζαντινού ρυθμού. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς κτίστηκε. Διέθετε ξύλινο καμπαναριό και υπόστεγο με κεραμίδια προς την ανατολική πλευρά του καθώς και πέτρινο πεζούλι.  Εκείνο τον καιρό, τους Ναούς τους έκτιζαν ημιυπόγειους προκειμένου να εμποδίζουν την βεβήλωση τους από  έφιππους Τούρκους. Γύρω από την Εκκλησία υπήρχαν ξύλινα κιγκλιδώματα και προς τον βορρά βρισκόταν το ηλιακό ημερολόγιο η γνωστή «Ημεριδιάνα». Ο Ναός του Αγίου Νικολάου συνδέεται και με τα σκληρά γεγονότα της 4ης Ιανουαρίου 1833, ημέρα της μεγάλης σφαγής των Αργείων από τους Γάλλους.

Ο Ναός διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση και λειτουργούσε κανονικά μέχρι τις 18 Απριλίου 1865, ημέρα των εγκαινίων του σημερινού Ναού του Αγίου Πέτρου.


Ιστορικό της ευρέσεως και επανόδου των Λειψάνων του  Αγίου Πέτρου επισκόπου Άργους
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Ιάκωβος στον ενθρονιστήριο λόγο του την 22" Δεκεμβρίου 1985, στον Καθεδρικό ναό του Άγιου Πέτρου στο Άργος είπε ότι κατόπιν αιτήσεως του πατρός Ευαγγέλου Στασινόπουλου, εφημερίου του εν λόγο Ναού, αποφάσισε να συνεχίσει τις προσπάθειες των προκατόχων του Επισκόπων, για την ανεύρεση και επαναφορά των Ιερών Λειψάνων του εν Αγίοις Πατρός ημών Πέτρου Επισκόπου Άργους, τα όποια μετέφερε στην Ιταλία ό Λατίνος Επίσκοπος, Secundo Nani, στις 21 Ιανουαρίου του 1421.
Αφού ενημερώθηκε για τις μέχρι τότε προσπάθειες άρχισε αρχές του 1989 τον δύσκολο αγώνα των ερευνών βοηθούμενος από ένα στενό κύκλο συνεργατών, ειδικών επί του θέματος. Μετέβη στη Ρώμη, Βενετία, Ελβετία και ερευνήθηκαν πολλές ιερές Μονές και ιεροί Ναοί, όπου σύμφωνα με κάποια στοιχεία υπήρχαν πιθανότητες να βρίσκονται εκεί τα ιερά  Λείψανα του Αγίου μας. Στις έρευνες αυτές βοήθησαν σημαντικά ο καθηγητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, διάκονος Enriko Morini και ό Σχολάρχης της Σχολής Βελλάς και καθηγητής της Χριστιανικής Αρχαιολογίας, Αρχιμανδρίτης πατήρ Δημήτριος Αργυρός.
Από τους βασικότερους, όμως, συνεργάτες του Μητροπολίτου μας τα τελευταία χρόνια ήταν ο κ. Μανώλης Αγγελάκης από την Κρήτη, ο οποίος έχει σπουδάσει Αρχαιολογία στη Ρώμη και συνδέονταν  στενά με τον Ιερομόναχο π. Παύλο Λομβαρδό. Ο π. Παύλος γνώρισε τον Μητροπολίτη μας και έμαθε για τις έρευνες του για τον Άγιό μας. Λόγω της θέσεως του στο Βατικανό είχε την ευχέρεια να ασχολείται με λείψανα Αγίων σε Καθολικές 'Εκκλησίες και Μονές. Το θέμα το δικό μας το αντιμετώπισε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γι' αυτό είχε και την ευλο­γία να εντοπίσει πρώτος τα Ιερά Λείψανα στις 15/8/2007, σε παλαιό σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Μαρίας της Μαγδαληνής στη Ρώμη. Ήταν σε μία σφραγισμένη με βουλοκέρι ξύλι­νη λειψανοθήκη, μεγέθους περίπου 30X30X30 cm, με κρύσταλλο και στις τέσσερις πλευρές. Μέσα μπορούσες να διακρίνεις περί τα 15 τεμάχια διαφόρων μεγεθών από τα Άγια Λείψανα του Αγίου μας. Επίσης, φαινόταν εντός  της λειψανοθήκης καθαρά μία κορδέλα με  λατινικά γράμματα «Άγιος. Πέτρος ο θαυματουργός  Επίσκοπος  Άργους». Η Μονή της  Άγιας Μαρίας της Μαγδαληνής είναι η έδρα του Τάγματος «των διακονούντων τους ασθενείς του San Camillo de Lellis». O π. Παύλος μετά την ανεύρεση των Ιερών Λειψάνων μαζί με τον Ηγούμενο της Μονής π. Renato Salvatore, ο οποίος είναι και ο Γενικός Ηγούμενος του προαναφερθέντος Τάγματος ενημέρωσαν τον 'Ορθόδοξο Μητροπολίτη Ιταλίας κ.  Γεννάδιο, ο οποίος στις 10/9/2007 ανακοίνωσε τηλεφωνικώς το μεγάλο γεγονός στον Μητροπολίτη μας.      
Στις 30/10/2007  ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας με επιστολή του ζήτησε από τον Ηγούμενο της Μονής. την παραχώρηση των ανευρεθέντων λειψάνων.
Στις 22/11/2007 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, μαζί με τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Άρτης κ. 'Ιγνάτιο, τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Δημήτριο Αργυρό και τον Γραμματέα της  Ι. Μητροπόλεως κ. Χρήστο Μπαβέλα μεταβαίνουν στη Ρώμη, στην Ι. Μονή της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής και ασπάζονται για πρώτη φορά τα Ιερά Λείψανα του Αγίου μας.
Στις 23/11/2007 ο Σεβασμιώτατος μετά της συνοδείας του ψάλλουν την παράκληση του Αγίου ενώπιον των Ι. Λειψάνων μετά από 586 έτη απομάκρυνσης των από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Επίσης ορίζουν μετά του Ηγουμένου ημερομηνία επαναφοράς την 19/01/2008 με ανεπίσημη υποδοχή λόγω της ασθενείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου.
Στις 08/12/2007 ο Ηγούμενος Renato Salvatore δωρίζει τα ανευρεθέντα Ιερά  Λείψανα του Αγίου μας στο Μητροπολίτη μας. Ως αρχηγός Τάγματος έχει το δικαίωμα να το κάνει χωρίς την ανάμειξη του Βατικανού.
Στις 06/01/2008 ή Γενική Κουρία του Τάγματος συντάσσει το επίσημο έγγραφο γνησιότητας των Ι. Λειψάνων.       
Το Σάββατο 19/01/2008 και ώρα 3.30 μ.μ. ο π. Παύλος Λομβαρδός ως εκπρόσωπος του Ηγουμένου, ο οποίος δεν μπόρεσε να έρθει, φθάνει  μετά των Ι. Λειψάνων στα σύνορα της Μητροπόλεως μας, όπου τα υποδέχονται ο  Σεβασμιώτατος  Μητροπολίτης μας, μαζί με τον Νομάρχη Αργολίδος κ. Σωτηρόπουλο και τον Δήμαρχο Άργους κ. Μπούρη. Στον Ιερό  Ναό του Αγίου Νικολάου υποδέχονται τα  Ιερά  Λείψανα σύσσωμος ο κλήρος  και ο  λαός της Ι. Μητροπόλεως. Επίσης παρευρίσκονται για την υποδοχή οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Σπάρτης κ. Ευστάθιος, Μαντινείας κ. Αλέξανδρος, Άρτας κ. Ιγνάτιος,  Κορίνθου κ. Διονύσιος, Μεσογαίας κ. Νικόλαος  καθώς και  ο Επίσκοπος Αυλώνος κ. Χριστόδουλος.       
       Η σφραγισμένη λειψανοθήκη με τα  Ιερά Λείψανα τοποθετείται σε μία άλλη μεγάλη λειψανοθήκη και εν πομπή με ψαλμωδίες, κωδωνοκρουσίες, ρίψεις ροδοπέταλων από τα μπαλκόνια, φθάνει στην πλατεία του Αγίου Πέτρου και τοποθετείται σε ειδική εξέδρα. Εκεί γίνονται  οι ομιλίες υποδοχής από τους κ. Β. Μπούρη, Δήμαρχο Άργους, π. Γεώργιο Σελλή, προϊστάμενο του Ι. Ναού του Άγιου Πέτρου, κ. Μανώλη Αγγελάκη, εκπρόσωπο του Ηγουμένου π. Renato Salvatore, π. Παύλο Λομβαρδό, που την μεταφράζει ο π. Δημήτριος Αργυρός και τέλος από τον Σεβ/το Μητροπολίτη μας. Στη συνέχεια εισέρχονται στον Ι. Ναό, όπου ψάλλεται Μέγας πανηγυρικός Εσπερινός από την ακολουθία της Μετακομιδής των Ιερών Λειψάνων, που συνέταξε ό Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως μας π. Καλλίνικος Κορομπόκης. Ακολουθεί Ιερά Αγρυπνία, στην οποία ψάλλουν χοροί μοναζουσών της Μητροπόλεως μας, ενώ πλήθη πιστών προσέρχονται να προσκυνήσουν.
    Την Κυριακή 20/01/2008 τελείται πανηγυρική Αρχιερατική θ. Λειτουργία από τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Αργολίδος, Άρτης και Κορίνθου. Μετά την θ. Λειτουργία χορευτικά συγκροτήματα παρουσιάζουν παραδοσιακούς χορούς στην πλατεία έξω απ' τον Ναό.
Το βράδυ της Κυριακής εντός του  Ι. Βήματος του ναού του Αγίου Πέτρου ενώπιον του Μητροπολίτου μας, του Δημάρχου Άργους, των Ιερέων του ναού, του Αρχιερατικού Επιτρόπου, του Γραμματέως της Μητροπόλεως και των εκπροσώπων της Μονής της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, ανοίγεται ή σφραγισμένη λειψανοθήκη και καταμετρούνται 18 τεμάχια Ί. Λειψάνων. Συντάσσεται Αποδεικτικό έγγραφο και υπογράφουν οι παρόντες.
Την Κυριακή .27/01/2008 μετά. τη θ. Λειτουργία, που τελείται από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας, συντάσσεται Δωρητήριο Γράμμα με το όποιο ο Σεβασμιώτατος δωρίζει τα Άγια Λείψανα στην ενορία του Αγίου Πέτρου Άργους.
Τέλος, στις 18/08/2008 ό Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Ιάκωβος, μαζί με τον Noμάρχη Αργολίδος κ. Βασίλειο Σωτηρόπουλο, τον Δήμαρχο Άργους κ. Βασίλειο Μπούρη, τον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Μητροπόλεως π. Βασίλειο Σουλάνδρο, τον προϊστάμενο του ναού του Αγίου Πέτρου π. Γεώργιο Σελλή και τον Γραμματέα της Μητροπόλεως κ. Χρήστο Μπαβέλα μεταβαίνουν στην Κων/πολη και προσκαλούν την Αυτού Θειοτάτην Παναγιότητα, τον Πατριάρχην Κων/πόλεως κ.κ. Βαρθολομαίον, να επισκεφθεί τη Μητρόπολη μας την 24η Ιανουαρίου 2009 για την επίσημη καθιέρωση της μετακομιδής των  Ι. Λειψάνων του Αγίου μας.


Επιδράσεις του Ελληνισμού στον Χριστιανισμό

Επιδράσεις του Ελληνισμού στον Χριστιανισμό
Χριστιανισμός και Ελληνισμός: δύο ιστορικά μεγέθη τα οποία με τη συνάντησή τους γέννησαν έναν νέο κόσμο μέσα από τις αλληλεπιδράσεις, τις ανταλλαγές, αλλά και τις συγκρούσεις τους.
 Τι είναι ό Ελληνισμός;
Ότι υψηλότερο και ιερότερο παρήγαγε ο κόσμος μέσα στην Ιστορική του πορεία και στα όρια της υπαρξιακής αναζήτησής του,  είναι ο Ελληνισμός. Η μεγαλύτερη δημιουργία στον κόσμο, το φως πραγματικά της Οικουμένης.
 Ποια είναι η ουσία του Ελληνισμού, της Ελληνικότητας; 
α) Ένα πρώτο γνώρισμα ουσιαστικό της Ελληνικότητας είναι ή Θεοκεντρικότητα. Στην Ιστορία μας δεν υπήρξε ποτέ αθεΐα.  Ένθεος, είναι ό αληθινός άνθρωπος στην ελληνική παράδοση. Ενθουσιασμός είναι ή παρουσία του Θείου - Θεού μέσα στον άνθρωπο και αυτό συνεχίζεται ως την εποχή μας. 
β) Μια άλλη συστατική Ιδιότητα της ελληνικής συνειδήσεως είναι ό ανθρωπισμός. Ο ελληνικός ανθρωπισμός, αναφερόμενος στην τελική διαμόρφωση του αληθινού άνθρωπου, ξεκινά με το γνωστό «καλός καγαθός άνθρωπος», για να φθάσει στον λόγο του Μενάνδρου (4ος αι. Π.Χ.) , (τι ωραίο πράγμα είναι ό άνθρωπος, όταν είναι όντως άνθρωπος).
γ) Ένα άλλο στοιχείο της ελληνικότητας είναι η αγάπη προς την αλήθεια, πού διατυπώθηκε από τον Αθηναίο Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα ως «ζήτησις αληθείας». Οι Έλληνες δεν μιλούμε για σοφία, αλλά για φιλοσοφία, αγάπη προς τη σοφία, κίνηση δυναμική προς την εύρεση της Σοφίας, που τελικά είναι ο Θεός.
δ) Ελληνική αρετή είναι και ή επίγνωση των ορίων του λόγου. Ποτέ ό Ελληνισμός δεν αποδέχθηκε την λογική με απόλυτο τρόπο, όπως προδιαγράφεται από τον Αυγουστίνο(354-430) με το περιβόητο εκείνο (πιστεύω, για να κατανοήσω). Η κρίση αυτή προεκτεινόμενη φθάνει στον Καρτέσιο(1596-1650), πού έλεγε: (διανοούμαι, άρα υπάρχω).Στον Ελληνισμό, ως αρχαίο και ως ελληνορθόδοξο, είναι άγνωστη ή απολυτοποίηση του «ορθού λόγου», κάτι πού έλαβε σάρκα και οστά στη Γαλλική Επανάσταση(1789).

Η ελληνική γλώσσα και παιδεία, η φιλοσοφική σκέψη, η λογοτεχνία, η τέχνη, η οργάνωση και οι θεσμοί του δημόσιου βίου, η δημοκρατία κ.ά. διαμόρφωσαν σταδιακά ένα νέο μορφωτικό ιδεώδες μέσα από το οποίο λειτούργησε και εκφράσθηκε η πατερική σκέψη, η λειτουργική ζωή, ο συνοδικός θεσμός, η τέχνη, η θεολογική ορολογία, προσελήφθησαν έθιμα και μορφές κοινωνικής ζωής του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, υιοθετήθηκαν επιστημονικές γνώσεις και αξίες που συνέβαλαν στην ανάδυση του Βυζαντινού Πολιτισμού στο ιστορικό προσκήνιο.
Κυρίαρχη ιδεολογία του ελληνισμού υπήρξε ανθρωποκεντρική. Ο άνθρωπος θεωρήθηκε απ' τους έλληνες το μέτρο του Λόγου του Ήθους, του Κάλλους και της Αρμονίας των σωματικών και πνευματικών δραστηριοτήτων στη ζωή του. Η μεγάλη προσφορά του ελληνισμού στην ανθρώπινη σκέψη ήταν ο Λόγος (η εκλογίκευση και η επιστήμη) που χωρίς να αποκλείει την φανταστική και ενορατική σύλληψη του κόσμου, τη ρυθμίζει και την ελέγχει. Η εκλογίκευση βρίσκεται στην βάση του Δυτικού πολιτισμού, όλες τις επιστήμες, οι σύγχρονοι λαοί τις γνώρισαν από τους έλληνες, γι' αυτό και υιοθέτησαν το ελληνικό τους όνομα. (Φυσική, Χημεία, Πολιτική, Αστρονομία, Γεωμετρία, Φιλοσοφία)
Η Ελληνική Γλώσσα
Σε αυτή γράφτηκαν η Αγία Γραφή, τα εκκλησιαστικά συγγράμματα, η εκκλησιαστική διδασκαλία, και με αυτή κήρυξαν και δίδαξαν οι απόστολοι και οι πατέρες της Εκκλησίας.
Η Ελληνική Φιλοσοφία
Με την πλούσια ορολογία της βοήθησε στην ακριβή διατύπωση των δογμάτων και στην αντίκρουση των αιρετικών θεωριών.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις έννοιες: Υπόσταση, Πρόσωπο, Ουσία, Φύση, Ομοούσιος, Θείες Ενέργειες, Κτιστό-Άκτιστο,
Ηθικές και ανθρωπιστικές αξίες του Ελληνικού πολιτισμού
Ο Ελληνικός κόσμος έχει αξίες, θεσμούς, ήθη,  έθιμα και παραδόσεις. Πίσω από τις πράξεις των ηρώων και θεών υπάρχει το ηθικό και κοινωνικό γεγονός, και έτσι κατανοείται η αγάπη για την ζωή, η φιλία, η οικογένεια, η πίστη στους θεούς, η εργατικότητα, η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, η οργή του Αχιλλέα, η υπομονή και το ήθος της Πηνελόπης. Η καθαριότητα ως λουτρό ή λούσιμο και ως συμβολική πράξη καθαρμού και αποδοχής, που στην τραγωδία θα γίνει «κάθαρσις» και στο χριστιανισμό, βάπτισμα είναι αξία.
Οι καλές τέχνες του Ελληνισμού
Αρχιτεκτονική, γλυπτική, μουσική, ποίηση, ζωγραφική, ψηφιδωτά,
Μορφές κοινωνικής ζωής

Παραδόσεις δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων πέρασαν στον Χριστιανισμό και συνετέλεσε  στη διαμόρφωση της παράδοσής του. Π.χ. η αρχαία τραγωδία προσέφερε τη μορφή και τη δομή της στη Θεία Λειτουργία, έθιμα  των αρχαίων Ελλήνων σχετικά με την ονοματοδοσία, τον γάμο, τον θάνατο πέρασαν στην καθημερινότητα και στις τελετές του Χριστιανισμού, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητά του.

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

β' λυκείου ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Οι Θεοί των αρχαίων ελλήνων

                                                                      Οι Θεοί των αρχαίων ελλήνων
Για τους Αρχαίος Έλληνες, οι θεοί σαν σύνολο αντιπροσώπευαν  μια σημαντική έννοια – την φύση σε όλες της τις εκφράσεις και κάθε θεός η θεά συσχετιζόταν με μια η περισσότερες δυνάμεις της φύσης. Για τους Έλληνες, οι θεοί ήταν αθάνατοι, πανταχού παρόντες και αξιολάτρευτοι. Μπορούσαν να ελέγξουν όλους τους θνητούς σε κάθε στάδιο της ζωής τους, προκαθορίζοντας την μοίρα τους και τις σχέσεις τους. Παρόλα αυτά, για τους Έλληνες οι θεοί δεν ήταν απόμακρα, απρόσιτα όντα – οι άνθρωποι μπορούσαν να τους πλησιάσουν, να τους δούνε, να τους ακούσουν και να τους αγγίξουν εύκολα. Οι θεοί αποτελούσαν παράδειγμα προς μίμηση για έναν τέλειο άνθρωπο. Οι Αρχαίοι Έλληνες ανέθεταν στους θεούς τους όλες τις ιδιότητες που θα ήθελαν οι ίδιοι να κατέχουν αλλά τις οποίες η ανθρώπινη φύση δεν τους επέτρεπε να αποκτήσουν. Στην πραγματικότητα, τα χαρακτηριστικά τα οποία οι άνθρωποι απέδιδαν στους θεούς λειτουργούσαν ως παραδείγματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά και αποτελούσαν τους στόχους, τους οποίους έθεταν οι θνητοί για τον εαυτό τους, (ανθρωπομορφισμός). Ολόκληρη η Ελλάδα μοιραζόταν τους ίδιους θεούς που είχαν δημιουργηθεί από τις κοινές ανάγκες μελών τις ίδιας φυλής. Οι πρώτες γραπτές αναφορές στους Αρχαίους Έλληνες Θεούς χρονολογούνται από την Μυκηναϊκή περίοδο. Τα ονόματα του Δία, Ποσειδώνα, Άρη, Ερμή και Διονύσου ήταν χαραγμένα σε πήλινες  πινακίδες στην Γραμμική Β γραφή και βρέθηκαν σε Μυκηναϊκά παλάτια των πόλεων των Μυκηνών, Πύλου και Κνωσού. Αυτές χρονολογούνται περίπου από το 1400 – 1200 π.Χ. Το Ολύμπιο Πάνθεον πήρε την τελική του μορφή τον 10ο αιώνα π.Χ. ( Γεωμετρική Περίοδος ) και καθιερώθηκε στο Ελληνικό πνεύμα χάρη στα έπη του Ομήρου τα οποία ήταν δημοφιλή και σημαντικά ως υλικό παιδείας και εκπαίδευσης από τα αρχαία ακόμη χρόνια.
Κάθε πόλη τιμούσε τον πολιούχο θεό, έτσι η Αθήνα είχε πολιούχο την θεά Αθηνά, οι Δελφοί τον Απόλλωνα, και το Άργος την Ήρα. Οι θεοί κατοικούν στους ναούς, εκεί βρίσκεται και το άγαλμα του θεού. Για τον ναό και το άγαλμα του θεού όπως και για τον βωμό (πάνω στην οποία γίνονται θυσίες), υπήρχε μια πανηγυρική ανέγερση. Όπως ο ιερός τόπος λατρείας προσδιόριζε τον χώρο έτσι και η εορτή προσδιόριζε τον χρόνο. Ορισμένες ημέρες διέκοπταν τις εργασίες τους και μια ομάδα ανθρώπων πραγματοποιούσε την πομπή(λιτανεία). Εκινούντο προς ένα ιερό χώρο και τελούσαν θυσίες. Επέλεγαν ένα ζώο, το πρόσφεραν στο θεό, το έψηναν και το έτρωγαν. Η θυσία αποτελούσε θεσμό εορταστικό. Η γιορτή συνοδεύονταν από την μουσική, το τραγούδι και τον χορό.
Το αγωνιστικό πνεύμα είναι ένα χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτισμού. Όλα μπορούν να τεθούν σε αγώνα, ο αθλητισμός, η φυσική ομορφιά, οι τέχνες, το τραγούδι, και το θέατρο. Ο αγώνας ήταν μέρος της θρησκευτικής εορτής. Κάθε πόλη οργάνωνε πολλές γιορτές καθαρά τοπικής φύσεως αλλά υπήρχαν τέσσερεις αξιοσημείωτοι αγώνες κατά την διάρκεια των οποίων όλοι οι Έλληνες ενωνόταν για να τιμήσουν τους μεγαλύτερους θεούς. Αυτοί οι αγώνες, πιο γνωστοί ως Πανελλαδικοί, ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν αφιερωμένοι στον Δία και γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια στο ναό του στην Ολυμπία. Απαγορευόταν να γίνονται πόλεμοι ανάμεσα σε Ελληνικές πόλεις για όσο διαρκούσαν οι αγώνες.
Οι θεοί είναι παρόντες κατά την λατρεία, η οποία είναι συνδεδεμένη με τους ιερούς τόπους. Σε ορισμένους τόπους λατρείας ο θεός προσφέρει "χρησμό", ένα θεϊκό λόγο, μέσο του μάντη. Το σπουδαιότερο μαντείο ήταν αυτό των Δελφών, ήταν αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα. Η Πυθία ήταν το διάμεσο, με το οποίο επικοινωνούσε ο θεός, και έδινε τους χρησμούς, που καταγράφονταν και ερμηνεύονταν από τους ιερείς.
Οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου είναι οι κύριοι θεοί της Ελληνικής μυθολογίας που κατοικούσαν στην κορυφή του Ολύμπου. Οι Ολύμπιοι θεοί κέρδισαν την εξουσία νικώντας τους Τιτάνες στην Τιτανομαχία. Στην πραγματικότητα οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο δωδεκάθεο, αλλά υπήρχαν μεγάλοι και μικρότεροι θεοί και άλλοι που λατρεύονταν τοπικά. Το δωδεκάθεο είναι έννοια που σχηματίστηκε από δυτικούς λόγιους τον 16ο-17ο αιώνα και έχει εμφανιστεί με διάφορες συνθέσεις ανάμεσα σε 14 θεούς.
Κύριος του κόσμου και ουράνιος πατέρας είναι ο Ζευς. Φανερώνεται με τον κεραυνό, τον οποίο οι άνθρωποι φοβούνται. Λατρευόταν ως ο σοφός θεός που καθόριζε τις τύχες των ανθρώπων και ρύθμιζε την ηθική τάξη του κόσμου. Ήταν το μικρότερο παιδί του Κρόνου και της Ρέας και σύζυγος αλλά και αδερφός της θεάς Ήρας. Ακόμα ήταν αδερφός της θεάς Εστίας (θεάς της οικογενειακής ενότητας, πίστης και ευτυχίας), της θεάς Δήμητρας (θεά των γεωργών, της γεωργίας, των χωραφιών και της γονιμότητας), του θεού Ποσειδώνα (θεού της θάλασσας), και του θεού Πλούτωνα ή Άδη (θεού των νεκρών και του Κάτω Κόσμου).
Η θεά Ήρα.  Ήταν προστάτιδα του γάμου και της συζυγικής πίστης. Βασίλισσα θεών και ανθρώπων.
Ποσειδώνας: Θεός της θάλασσας, των ποταμών, των πηγών των πόσιμων νερών και γενικά του υγρού στοιχείου.
Δήμητρα: Θεά της γης, της γεωργίας , της χλωρίδας, της τροφής, του γάμου και προστάτιδα των γεωργών.
Εστία : Θεά της οικογένειας, της οικίας, της φωτιάς και των υφαντικών τεχνών.
Αφροδίτη: Θεά της ομορφιάς και του έρωτα.
Απόλλων: Θεός της μαντικής τέχνης, της μουσικής και του χορού, της ηθικής τάξης και της λογικής. Ήταν ακόμα θεραπευτής θεός.
Άρης: Θεός της μάχης και του πολέμου..
Άρτεμις: Θεά της άγριας φύσης, του κυνηγιού, των ζώων και της γονιμότητας.
Αθηνά: Θεά της Σοφίας, των τεχνών και του σώφρονος πολέμου.
Ήφαιστος: Θεός της φωτιάς, των ηφαιστείων, της μεταλλουργίας και προστάτης των τεχνιτών. Ήταν ακόμα ο κατασκευαστής των όπλων των θεών.
Ερμής: Ήταν ο αγγελιαφόρος των θεών, κήρυκας και ψυχοπομπός, προστάτης του εμπορίου, των ταξιδιωτών αλλά και των ληστών.
Άλλες θεότητες της ελληνικής μυθολογίας είναι:
* Γαία : Θεά της Γης.
* Διόνυσος : Θεός του κρασιού και των απολαύσεων.


Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΜΕΣΟΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΜΕΣΟΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Τὴν ἐποχὴ ποὺ γεννήθηκε ὁ χριστιανισμὸς κυριαρχοῦσαν στὸ γεωγραφικὸ χῶρο τῆς Μεσογείου οἱ γλῶσσες: ἑβραϊκή, ρωμαϊκὴ καὶ ἑλληνική, ὅπως δηλώνει ἡ ἐπιγραφὴ τῆς θανατικῆς καταδίκης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ. Ἦταν γραμμένη «ἑβραϊστί, ἑλληνιστί, ρωμαϊστί» (Ἰω. 19,20). Περισσότερο ἀπ’ ὅλες ὅμως κυριαρχοῦσε ἡ ἑλληνική. Καὶ αὐτὴ συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ, γιατὶ ἦταν ἡ διεθνὴς γλῶσσα τῆς ἐποχῆς. Ὁμιλεῖτο ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες, ἀπὸ τὸν 3ο πρὸ Χριστοῦ μέχρι τὸν 3ο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, στὰ ἑλληνικὰ καὶ στὰ μὴ ἑλληνικὰ κράτη τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου. Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὰ Βαλκάνια, τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὴ Συρία, τὴν Παλαιστίνη, τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴ Λυβίη, τὴν Ἰταλία καὶ τὰ νησιὰ τῆς Μεσογείου.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὀνομαζόταν ἑλληνιστική, ἐπειδὴ εἶχε διαμορφωθεῖ στὰ ἑλληνιστικὰ λεγόμενα χρόνια. Στὰ χρόνια δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων του. Καὶ εἶχε ὡς βάση τὴν ἀττικὴ διάλεκτο. Αὐτὴ εἶχε διαδοθεῖ στοὺς λαούς, ποὺ εἶχε  κατακτήσει καὶ ἐκπολιτίσει ὁ Ἕλληνας Μακεδόνας στρατηλάτης Μέγας Ἀλέξανδρος, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ σημαντικὴ ἐπίδραση ἀπὸ τὶς γλῶσσες τῶν ἐντοπίων. Καὶ ὀνομάστηκε Κοινὴ Ἑλληνιστική, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶχε καταστεῖ «τὸ κοινὸν μέσον συνεννοήσεως Ἑλλήνων καὶ ξένων, καθ’ ὑπέρβασιν τῶν παλαιῶν διαλέκτων».
Πόσο εὐρύτατα διαδεδομένη ἦταν ἡ ἑλληνιστικὴ κοινὴ γλῶσσα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ρωμαιοκρατίας, ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων του, ἐποχὴ στὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ χριστιανισμός, τὸ μαρτυροῦν οἱ ἐπιγραφὲς ποὺ ἔχουν ἀνακαλυφθεῖ στὶς διάφορες πόλεις τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ Ρώμη καὶ εἶναι στὴν πλειονότητά τους ἑλληνικές. Εἶχε εἰσχωρήσει ἀκόμη καὶ στὰ ἀνάκτορα τῶν Ρωμαίων ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός. Ἔτσι ὁ αὐτοκράτορας Τιβέριος περιβαλλόταν ἀπὸ Ἕλληνες. Ὁ ἐπίδοξος διάδοχος Γερμανικὸς ἔγραφε τὰ ἐπιγράμματά του στὴν ἑλληνική. Ὁ δὲ φιλόσοφος Μᾶρκος Αὐρήλιος ἔγραψε στὴν ἑλληνικὴ τὸ γνωστὸ σύγγραμμά του «τὰ κατὰ σαὐτόν». Καὶ ὁ ὀνομαστὸς Ρωμαῖος σατιρικὸς ποιητὴς Ἰουβενάλιος (α΄-β΄ μ.Χ. αἰ.) ὀνομάζει τή Ρώμη urbs graeca (=πόλη ἑλληνική).
Τὰ μέλη τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, πρέπει νὰ ἦταν στὴν πλειονότητά τους χριστιανοὶ ἐξ ἐθνῶν, ποὺ γνώριζαν τὴν ἑλληνική. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνει τὴν ἐπιστολή του πρὸς αὐτοὺς (Πρὸς Ρωμαίους) στὰ ἑλληνικά. Ἀλλὰ καὶ οἱ δώδεκα ἀπὸ τοὺς δεκαπέντε πάπες τῆς Ρώμης πρέπει νὰ ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀφοῦ φέρουν ἑλληνικὰ ὀνόματα: Λῖνος, Κλεῖτος, Εὐάριστος, Ἀλέξανδρος, Τελεσφόρος, Ὑγῖνος, Ἀνίκητος, Σωτήρ, Ἐλευθέριος, Ξύστος, Ζεφυρῖνος, Κάλλιστος. Ἐξάλλου καὶ οἱ ἐπιγραφὲς στοὺς παπικοὺς τάφους εἶναι στὴν ἑλληνικὴ καὶ ὄχι στὴ λατινική, ἡ ὁποία σταδιακὰ ἐκτοπίστηκε.
  
Τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα γνώριζαν καὶ ὁμιλοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς διασπορᾶς. Ὅσοι ἦταν διασκορπισμένοι γύρω ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀπομακρυσμένα μέρη. Καὶ μάλιστα τὴν ὁμιλοῦσαν ὡς μοναδικὴ καὶ ὄχι ὡς δεύτερη γλῶσσα. Ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι τῆς μεγάλης πόλης τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λησμονήσει τόσο τὴ μητρική τους γλῶσσα, ὥστε παρέστη ἀνάγκη νὰ γίνει μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ στὴν ἑλληνική (μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα).
Τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα γνώριζαν καὶ ὁμιλοῦσαν καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Παλαιστίνης. Καὶ μάλιστα ὄχι μόνον οἱ  μορφωμένοι καὶ ὅσοι ἀνῆκαν στὶς ἀνώτερες κοινωνικὰ τάξεις, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀνῆκαν στὶς μεσαῖες ἢ στὶς κατώτερες. Ἀκόμη καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς Φαρισαίους, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Ἰουδαῖος ἱστορικὸς τοῦ α΄ μ.Χ. αἰ. Ἰώσηπος, τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος ὀνόμασε Ἕλληνα. Στὴν τάξη τῶν ἑλληνιστῶν Ἰουδαίων ἀνῆκε καὶ ὁ μεγάλος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος.
Ἀπὸ αὐτὰ συνάγεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα κυριαρχοῦσε στὶς πρῶτες χριστιανικὲς κοινότητες, τόσο ἐντὸς τῆς Παλαιστίνης, ὅσο καὶ ἐκτὸς αὐτῆς.
Ὁ ἑλληνισμός, λοιπόν, βοήθησε τὸ ἔργο τῆς διάδοσης καὶ ἐξάπλωσης τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στὸν κόσμο. Ἔγινε τὸ ὄργανο μεταφορᾶς τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ στὴν οἰκουμένη. Τόσο κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους, ὅσο καὶ στοὺς μετέπειτα αἰῶνες. Στοὺς αἰῶνες τοῦ χριστιανικοῦ Βυζαντίου, στοὺς ὁποίους ἡ Ἱεραποστολὴ ἐκχριστιάνισε καὶ ἐκπολίτισε λαοὺς βάρβαρους καὶ ἀπολίτιστους. Ἔγινε ἀκόμη ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖο περιβλήθηκαν καὶ διατυπώθηκαν τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὑπερκόσμιες ἀλήθειες τῆς θείας ἀποκάλυψης. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὸν πλοῦτο τῶν λέξεων, τὴ σαφήνεια, τὴν εὐκρίνεια καὶ ὅλη τὴ χάρη της ἔγινε τὸ ὄργανο ποιητικῆς ἔκφρασης τῆς πνευματικῆς ἀνάτασης καὶ τῆς προσευχῆς. Ἔγινε τὸ ὄργανο σύνθεσης ὑπέροχων ὕμνων λατρείας, ποὺ ἐνθουσιάζουν, τέρπουν, κατανύσσουν καὶ μεταρσιώνουν τὶς ψυχές. Τὶς ἀνεβάζουν σὲ ἄλλους κόσμους, ἄϋλους καὶ θείους. Τὸ ὁμολογοῦν ὀρθόδοξοι καὶ ἀλλόδοξοι, Ἕλληνες καὶ μή, πιστοὶ καὶ ἄπιστοι. Τὸ βεβαιώνουν τὰ πλήθη τῶν πιστῶν, ποὺ ἀπολαμβάνουν τὸ ὑπέροχο μεγαλεῖο τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ὑμνωδίας, τόσο κατὰ τὶς θεῖες Λειτουργίες, ὅσο καὶ κατὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἀκολουθίες (ἰδίως τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων τοῦ Δεκαπενταύγουστου).